ECCE-HAU-BOOK 1, #2b (fold-considerate)
afford
έχω την οικονομική δυνατότητα
mildly (adv), mild (adj)
ήπια, με πραότητα
faintly (adv), faint (adj)
αδύναμα
insensitive # sensitive
αναίσθητος
immaturely
ανώριμα
deserve
αξίζω
challenging
απαιτητικός
thoughtlessly
απερίσκεπτα
exclusively
αποκλειστικά
to reject, rejection (n)
απορρίπτω
effective
αποτελεσματικός
consist OF
αποτελούμαι από
trivial
ασήμαντος
to improvise
αυτοσχεδιάζω
absent-minded
αφηρημένος
to devote, devotion (n)
αφοσιώνομαι
vague=not clear, vagueness (n)
αόριστος, ασαφής
skid
γλιστράω, πλαγιολισθαίνω
give sb the chance
δίνω σε κάποιον την ευκαρία
interval
διάλειμμα
to investigate, investigation (n)
διεξάγω έρευνα
to hinder, hindrance (n)
εμποδίζω
to confirm, confirmation (n)
επιβεβαιώνω
rewarding
ικανοποιητικός,που προσφέρει επιβράβευση
condemn
καταδικάζω
steer
κατευθύνω όχημα
tiredness
κούραση
elaborate
λεπτομερής, περίτεχνος
fall behind (homework, rent)
μένω πίσω
scarcely=hardly (adv), scarce (adj)
με δυσκολία, με το ζόρι
sell out
ξεπουλώ
to confess, confession (n)
ομολογώ
bargain
παζαρεύω
to admit
παραδέχομαι
neglected (adj), neglect (v +n)
παραμελημένος
misinformed
παραπληροφορημένος
wander
περιπλανιέμαι
considerate
που λογαριάζει τους άλλους
to warn, warning (n)
προειδοποιώ
to progress
προοδεύω
prospect
προοπτική
approach
προσέγγιση
swerve
στρίβω απότομα
give up
τα παρατάω
account
τραπεζικός λογαριασμός
ambitious
φιλόδοξος
spoil
χαλάω
pastime
χόμπι