fahmy 1 ( bible ) English& Greek 10

Réussis tes devoirs et examens dès maintenant avec Quizwiz!

1 I said in mine heart, Go to now, I will prove thee with mirth, therefore enjoy pleasure: and, behold, this also is vanity.

1 Εγώ είπα μέσα στην καρδιά μου: Έλα τώρα να σε δοκιμάσω με ευφροσύνη, και εντρύφα σε αγαθά· και να, και τούτο ματαιότητα.

1 So I returned, and considered all the oppressions that are done under the sun: and behold the tears of such as were oppressed, and they had no comforter; and on the side of their oppressors there was power; but they had no comforter.

1 Τότε, εγώ στράφηκα, και είδα όλες τις αδικίες που γίνονται κάτω από τον ήλιο· και πρόσεξε, δάκρυα εκείνων που αδικούνται, και σ' αυτούς δεν υπήρχε εκείνος που παρηγορεί· και η δύναμη ήταν στο χέρι εκείνων που τους αδικούσαν· και σ' αυτούς δεν υπήρχε εκείνος που παρηγορεί.

1 Keep thy foot when thou goest to the house of God, and be more ready to hear, than to give the sacrifice of fools: for they consider not that they do evil.

1 ΦΥΛΑΓΕ το πόδι σου, όταν πηγαίνεις στον οίκο τού Θεού· και δείχνε προθυμία να ακούς, μάλλον, παρά να προσφέρεις θυσία αφρόνων, που δεν αισθάνονται ότι πράττουν κακώς.

1 To every thing there is a season, and a time to every purpose under the heaven:

1 υπάρχει για κάθε τι, και καιρός για κάθε πράγμα κάτω από τον ουρανό.

10 He that loveth silver shall not be satisfied with silver; nor he that loveth abundance with increase: this is also vanity.

10 Αυτός που αγαπάει το ασήμι, δεν θα χορτάσει από ασήμι· ούτε από εισοδήματα αυτός που αγαπάει την αφθονία· και τούτο είναι ματαιότητα.

10 I have seen the travail, which God hath given to the sons of men to be exercised in it.

10 Είδα τον περισπασμό, που ο Θεός έδωσε στους γιους των ανθρώπων για να μοχθούν μέσα σ' αυτόν.

10 For if they fall, the one will lift up his fellow: but woe to him that is alone when he falleth; for he hath not another to help him up.

10 Επειδή, αν πέσουν, ο ένας θα σηκώσει τον σύντροφό του· αλλά, αλλοίμονο στον έναν, που θα πέσει, και δεν έχει δεύτερον να τον σηκώσει.

10 And whatsoever mine eyes desired I kept not from them, I withheld not my heart from any joy; for my heart rejoiced in all my labour: and this was my portion of all my labour.

10 Και κάθε τι που ζήτησαν τα μάτια μου, δεν το αρνήθηκα σ' αυτά· δεν εμπόδισα την καρδιά μου από κάθε ευφροσύνη, επειδή η καρδιά μου ευφραινόταν σε όλους τούς μόχθους μου· κι αυτό ήταν η μερίδα μου από ολόκληρο τον μόχθο μου.

10 Is there any thing whereof it may be said, See, this is new? it hath been already of old time, which was before us.

10 Υπάρχει ένα πράγμα, για το οποίο κάποιος μπορεί να πει: Δες, αυτό είναι καινούργιο; Αυτό έχει ήδη γίνει, στους αιώνες που υπήρξαν πριν από μας.

11 He hath made every thing beautiful in his time: also he hath set the world in their heart, so that no man can find out the work that God maketh from the beginning to the end.

11 Όλα τα έκανε καλά, το καθένα στον καιρό του· και έβαλε τον κόσμο κάτω από τη διάνοιά τους, χωρίς ο άνθρωπος να μπορεί να εξιχνιάσει από την αρχή μέχρι το τέλος το έργο που ο Θεός έκανε.

11 There is no remembrance of former things; neither shall there be any remembrance of things that are to come with those that shall come after.

11 Δεν υπάρχει ανάμνηση εκείνων που έχουν γίνει ούτε θα υπάρχει ανάμνηση όσων θα γίνουν ύστερα απ' αυτά, σ' εκείνους που πρόκειται να υπάρξουν έπειτα.

11 When goods increase, they are increased that eat them: and what good is there to the owners thereof, saving the beholding of them with their eyes?

11 Καθώς πληθαίνουν τα αγαθά, πληθαίνουν κι αυτοί που τα τρώνε· και ποια είναι η ωφέλεια στους κυρίους τους, παρά το να τα θωρούν με τα μάτια τους;

11 Then I looked on all the works that my hands had wrought, and on the labour that I had laboured to do: and, behold, all was vanity and vexation of spirit, and there was no profit under the sun.

11 Και εγώ παρατήρησα σε όλα τα έργα μου, που έκαναν τα χέρια μου, και σε κάθε μόχθο που μόχθησα, και δες, τα πάντα ματαιότητα, και θλίψη πνεύματος, και κανένα όφελος κάτω από τον ήλιο.

11 Again, if two lie together, then they have heat: but how can one be warm alone?

11 Πάλι, αν δύο πλαγιάσουν μαζί, τότε ζεσταίνονται· ο ένας, όμως, πώς θα ζεσταθεί;

12 I know that there is no good in them, but for a man to rejoice, and to do good in his life.

12 Γνώρισα ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο καλό γι' αυτούς, παρά να ευφραίνεται κανείς, και να κάνει καλό, στη ζωή του.

12 I the Preacher was king over Israel in Jerusalem.

12 ΕΓΩ ο Εκκλησιαστής στάθηκα βασιλιάς επάνω στον Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ·

12 And if one prevail against him, two shall withstand him; and a threefold cord is not quickly broken.

12 Και αν κάποιος υπερισχύσει ενάντια στον έναν, οι δύο θα του αντιταχθούν· και το τριπλό σχοινί δεν κόβεται γρήγορα.

12 And I turned myself to behold wisdom, and madness, and folly: for what can the man do that cometh after the king? even that which hath been already done.

12 Και εγώ στράφηκα για να παρατηρήσω τη σοφία, και τη μωρία, και την αφροσύνη· επειδή, τι πρόκειται να κάνει ένας άνθρωπος που θάρθει μετά τον βασιλιά; Ό,τι εγώ έκανα ήδη.

12 The sleep of a labouring man is sweet, whether he eat little or much: but the abundance of the rich will not suffer him to sleep.

12 Ο ύπνος εκείνου που εργάζεται είναι γλυκός, είτε λίγο φάει είτε πολύ· ενώ ο χορτασμός τού πλουσίου δεν τον αφήνει να κοιμάται.

13 Better is a poor and a wise child than an old and foolish king, who will no more be admonished.

13 Καλύτερα φτωχό και σοφό παιδί, παρά βασιλιάς, γέροντας και άφρονας, που δεν είναι πια επιδεκτικός νουθεσίας·

13 And also that every man should eat and drink, and enjoy the good of all his labour, it is the gift of God.

13 Κι ακόμα, το να τρώει κάθε άνθρωπος, και να πίνει, και να απολαμβάνει καλό από ολόκληρο τον μόχθο του, είναι χάρισμα του Θεού.

13 Then I saw that wisdom excelleth folly, as far as light excelleth darkness.

13 Κι εγώ είδα ότι η σοφία υπερέχει από την αφροσύνη, όπως το φως υπερέχει από το σκοτάδι.

13 There is a sore evil which I have seen under the sun, namely, riches kept for the owners thereof to their hurt.

13 Υπάρχει ένα θλιβερό κακό, που είδα κάτω από τον ήλιο· πλούτος που διαφυλάγεται απ' αυτόν που τον έχει, είναι για δική του βλάβη.

13 And I gave my heart to seek and search out by wisdom concerning all things that are done under heaven: this sore travail hath God given to the sons of man to be exercised therewith.

13 και έδωσα την καρδιά μου στο να εκζητήσω και να ερευνήσω διαμέσου τής σοφίας για όλα όσα γίνονται κάτω από τον ουρανό· αυτόν τον οχληρό περισπασμό έδωσε ο Θεός στους γιους των ανθρώπων, για να μοχθούν μέσα σ' αυτόν.

14 I know that, whatsoever God doeth, it shall be for ever: nothing can be put to it, nor any thing taken from it: and God doeth it, that men should fear before him.

14 Γνώρισα ότι, όλα όσα έκανε ο Θεός, τα ίδια θα είναι για πάντα· δεν είναι δυνατόν να προσθέσει κανείς σ' αυτά ούτε να αφαιρέσει απ' αυτά· και ο Θεός το έκανε αυτό για να έχουν φόβο μπροστά του.

14 I have seen all the works that are done under the sun; and, behold, all is vanity and vexation of spirit.

14 Είδα όλα τα έργα που γίνονται κάτω από τον ήλιο, και πρόσεξε, όλα είναι ματαιότητα, και θλίψη πνεύματος.

14 But those riches perish by evil travail: and he begetteth a son, and there is nothing in his hand.

14 Κι εκείνος ο πλούτος χάνεται από κακή συμφορά· αυτός, μάλιστα, γεννάει έναν γιο, και δεν έχει τίποτε στο χέρι του.

14 The wise man's eyes are in his head; but the fool walketh in darkness: and I myself perceived also that one event happeneth to them all.

14 Τα μάτια τού σοφού είναι επάνω στο κεφάλι του, ενώ ο άφρονας περπατάει μέσα στο σκοτάδι· όμως, εγώ γνώρισα επιπλέον ότι ένα συνάντημα θα συναντήσει όλους αυτούς.

14 For out of prison he cometh to reign; whereas also he that is born in his kingdom becometh poor.

14 επειδή, αυτό μεν βγαίνει από το σπίτι των δεσμίων για να βασιλεύσει· ενώ ο άλλος, αν και γεννήθηκε βασιλιάς, γίνεται φτωχός.

15 That which hath been is now; and that which is to be hath already been; and God requireth that which is past.

15 Ό,τι έγινε, ήδη υπάρχει· και ό,τι θα γίνει, ήδη έγινε· και ο Θεός ανακαλεί τα περασμένα.

15 As he came forth of his mother's womb, naked shall he return to go as he came, and shall take nothing of his labour, which he may carry away in his hand.

15 Όπως βγήκε από την κοιλιά τής μητέρας του, γυμνός και θα επιστρέψει, πηγαίνοντας όπως ήρθε· και δεν βαστάζει τίποτε από τον κόπο του, για να έχει στο χέρι του.

15 Then said I in my heart, As it happeneth to the fool, so it happeneth even to me; and why was I then more wise? Then I said in my heart, that this also is vanity.

15 Γι' αυτό, εγώ είπα μέσα στην καρδιά μου: Όπως συμβαίνει στον άφρονα, έτσι θα συμβεί και σε μένα· γιατί, λοιπόν, εγώ να γίνω σοφότερος; Γι' αυτό, έβγαλα ξανά το συμπέρασμα στην καρδιά μου, ότι και τούτο είναι ματαιότητα.

15 I considered all the living which walk under the sun, with the second child that shall stand up in his stead.

15 Είδα όλους τούς ζωντανούς που περπατούν κάτω από τον ήλιο, μαζί με τον γιο, τον δεύτερο, που θα σταθεί αντί γι' αυτόν.

15 That which is crooked cannot be made straight: and that which is wanting cannot be numbered.

15 Το στρεβλό δεν μπορεί να γίνει ίσιο, και οι ελλείψεις δεν μπορούν να απαριθμηθούν.

16 And this also is a sore evil, that in all points as he came, so shall he go: and what profit hath he that hath laboured for the wind?

16 Ακόμα κι αυτό είναι θλιβερό κακό, όπως ήρθε, έτσι να πάει· και ποια ωφέλεια υπάρχει σ' αυτόν ότι κοπίασε για τον άνεμο;

16 There is no end of all the people, even of all that have been before them: they also that come after shall not rejoice in him. Surely this also is vanity and vexation of spirit.

16 Δεν υπάρχει τέλος σε ολόκληρο τον λαό, σε όλους όσους προϋπήρξαν απ' αυτούς· αλλ' ούτε αυτοί που θα είναι έπειτα από τούτα θα ευφρανθούν σ' αυτόν· λοιπόν, κι αυτό είναι ματαιότητα, και θλίψη πνεύματος.

16 I communed with mine own heart, saying, Lo, I am come to great estate, and have gotten more wisdom than all they that have been before me in Jerusalem: yea, my heart had great experience of wisdom and knowledge.

16 Εγώ μίλησα μέσα στην καρδιά μου, λέγοντας: Δες, εγώ μεγαλύνθηκα και αυξήθηκα σε σοφία, περισσότερο από όλους όσους υπήρξαν πριν από μένα στην Ιερουσαλήμ, και η καρδιά μου απόλαυσε πολλή σοφία και γνώση.

16 For there is no remembrance of the wise more than of the fool for ever; seeing that which now is in the days to come shall all be forgotten. And how dieth the wise man? as the fool.

16 Επειδή, δεν θα μένει για πάντα η ανάμνηση του σοφού ούτε του άφρονα· μια που, στις επερχόμενες ημέρες όλα πλέον θα λησμονηθούν. Και πώς θα πεθάνει ο σοφός μαζί με τον άφρονα;

16 And moreover I saw under the sun the place of judgment, that wickedness was there; and the place of righteousness, that iniquity was there.

16 Και είδα, ακόμα, κάτω από τον ήλιο τον τόπο τής κρίσης, και εκεί υπάρχει η ανομία· και τον τόπο τής δικαιοσύνης και εκεί η ανομία.

17 Therefore I hated life; because the work that is wrought under the sun is grievous unto me: for all is vanity and vexation of spirit.

17 Γι' αυτό, μίσησα τη ζωή, επειδή τα έργα που γίνονται κάτω από τον ήλιο μού φάνηκαν γεμάτα μόχθο· επειδή, τα πάντα είναι ματαιότητα και θλίψη πνεύματος.

17 I said in mine heart, God shall judge the righteous and the wicked: for there is a time there for every purpose and for every work.

17 Είπα εγώ στην καρδιά μου: Ο Θεός θα κρίνει τον δίκαιο και τον ασεβή· επειδή, για κάθε πράγμα, και για κάθε έργο υπάρχει καιρός εκεί.

17 And I gave my heart to know wisdom, and to know madness and folly: I perceived that this also is vexation of spirit.

17 Και έδωσα την καρδιά μου στο να γνωρίσει σοφία, και στο να γνωρίσει ανοησία, και αφροσύνη· όμως, γνώρισα ότι και τούτο είναι θλίψη πνεύματος.

18 I said in mine heart concerning the estate of the sons of men, that God might manifest them, and that they might see that they themselves are beasts.

18 Εγώ είπα στην καρδιά μου για την κατάσταση των γιων των ανθρώπων, ότι ο Θεός θα τους δοκιμάσει, και θα δουν ότι αυτοί οι ίδιοι είναι κτήνη.

18 For in much wisdom is much grief: and he that increaseth knowledge increaseth sorrow.

18 Επειδή, σε πολλή σοφία υπάρχει πολλή λύπη· και όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει πόνο.

18 Yea, I hated all my labour which I had taken under the sun: because I should leave it unto the man that shall be after me.

18 Επιπλέον, εγώ μίσησα ολόκληρο τον μόχθο μου, που είχα μοχθήσει κάτω από τον ήλιο· επειδή, τον αφήνω στον άνθρωπο που θα σταθεί ύστερα από μένα.

19 For that which befalleth the sons of men befalleth beasts; even one thing befalleth them: as the one dieth, so dieth the other; yea, they have all one breath; so that a man hath no preeminence above a beast: for all is vanity.

19 Επειδή, το συνάντημα των γιων των ανθρώπων είναι και το συνάντημα του κτήνους· και ένα συνάντημα είναι γι' αυτούς· όπως πεθαίνει αυτό, έτσι πεθαίνει κι εκείνος· και η ίδια πνοή είναι σε όλους· και ο άνθρωπος δεν υπερτερεί σε τίποτε από το κτήνος· επειδή, τα πάντα είναι ματαιότητα.

19 And who knoweth whether he shall be a wise man or a fool? yet shall he have rule over all my labour wherein I have laboured, and wherein I have shewed myself wise under the sun. This is also vanity.

19 Και ποιος γνωρίζει αν θα είναι σοφός ή άφρονας; Και όμως, θα εξουσιάσει επάνω σε ολόκληρο τον μόχθο μου που μόχθησα, και στον οποίο έδειξα τη σοφία μου κάτω από τον ήλιο· ματαιότητα και τούτο.

2 Wherefore I praised the dead which are already dead more than the living which are yet alive.

2 Γι' αυτό, εγώ μακάρισα περισσότερο εκείνους που έχουν τελευτήσει, εκείνους που έχουν ήδη πεθάνει, παρά τους ζωντανούς, αυτούς που ακόμα ζουν.

2 I said of laughter, It is mad: and of mirth, What doeth it?

2 Είπα για το γέλιο: Είναι μωρία· και για τη χαρά: Τι ωφελεί αυτή;

2 A time to be born, and a time to die; a time to plant, and a time to pluck up that which is planted;

2 Καιρός να γεννιέται κανείς, και καιρός να πεθαίνει· καιρός να φυτεύει, και καιρός να ξεριζώνει το φυτεμένο·

2 Be not rash with thy mouth, and let not thine heart be hasty to utter any thing before God: for God is in heaven, and thou upon earth: therefore let thy words be few.

2 Μη βιάζεσαι με το στόμα σου, και η καρδιά σου ας μη επιταχύνει να προφέρει κάποιον λόγο μπροστά στον Θεό· επειδή, ο Θεός είναι στον ουρανό, ενώ εσύ είσαι στη γη· γι' αυτό, τα λόγια σου ας είναι λίγα.

20 Therefore I went about to cause my heart to despair of all the labour which I took under the sun.

20 Γι' αυτό, αφού εγώ στράφηκα, απέλπισα την καρδιά μου, για ολόκληρο τον μόχθο μου που μόχθησα κάτω από τον ήλιο.

20 All go unto one place; all are of the dust, and all turn to dust again.

20 Τα πάντα καταντούν στον ίδιο τόπο· τα πάντα έγιναν από το χώμα, και τα πάντα επιστρέφουν στο χώμα.

21 For there is a man whose labour is in wisdom, and in knowledge, and in equity; yet to a man that hath not laboured therein shall he leave it for his portion. This also is vanity and a great evil.

21 Επειδή, υπάρχει άνθρωπος του οποίου ο μόχθος στάθηκε με σοφία και γνώση, και με ορθότητα· και, όμως, τον αφήνει σε άλλον για μερίδα του, που δεν κοπίασε σ' αυτόν· κι αυτό είναι ματαιότητα, και μεγάλο κακό.

21 Who knoweth the spirit of man that goeth upward, and the spirit of the beast that goeth downward to the earth?

21 Ποιος γνωρίζει το πνεύμα των γιων των ανθρώπων, αν αυτό ανεβαίνει προς τα επάνω, και το πνεύμα τού κτήνους, αν αυτό κατεβαίνει κάτω στη γη;

22 Wherefore I perceive that there is nothing better, than that a man should rejoice in his own works; for that is his portion: for who shall bring him to see what shall be after him?

22 Είδα, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει καλύτερο, παρά το να ευφραίνεται ο άνθρωπος στα έργα του· δεδομένου ότι, αυτή είναι η μερίδα του· επειδή, ποιος θα τον φέρει για να δει εκείνο που θα γίνει ύστερα απ' αυτόν;

22 For what hath man of all his labour, and of the vexation of his heart, wherein he hath laboured under the sun?

22 Επειδή, ποια η ωφέλεια στον άνθρωπο από ολόκληρο τον μόχθο του, και από τη θλίψη τής καρδιάς του, στα οποία μοχθεί κάτω από τον ήλιο;

23 For all his days are sorrows, and his travail grief; yea, his heart taketh not rest in the night. This is also vanity.

23 Επειδή, όλες οι ημέρες του είναι πόνος, και οι μόχθοι του λύπη· και τη νύχτα ακόμα η καρδιά του δεν κοιμάται· κι αυτό είναι ματαιότητα.

24 There is nothing better for a man, than that he should eat and drink, and that he should make his soul enjoy good in his labour. This also I saw, that it was from the hand of God.

24 Δεν είναι αγαθό στον άνθρωπο να τρώει, και να πίνει, και να κάνει την ψυχή του να απολαμβάνει καλό από τον μόχθο του; Και τούτο εγώ το είδα, ότι είναι από το χέρι τού Θεού.

25 For who can eat, or who else can hasten hereunto, more than I?

25 Επειδή, ποιος θα φάει και ποιος θα εντρυφήσει περισσότερο από μένα;

26 For God giveth to a man that is good in his sight wisdom, and knowledge, and joy: but to the sinner he giveth travail, to gather and to heap up, that he may give to him that is good before God. This also is vanity and vexation of spirit.

26 Δεδομένου ότι, ο Θεός, στον άνθρωπο που είναι αρεστός μπροστά του, δίνει σοφία, και γνώση, και χαρά· στον αμαρτωλό, όμως, δίνει περισπασμό, στο να προσθέτει και να επισωρεύει, για να τα δώσει στον αρεστόν μπροστά του· κι αυτό είναι ματαιότητα, και θλίψη πνεύματος.

3 For a dream cometh through the multitude of business; and a fool's voice is known by multitude of words.

3 Επειδή, το μεν όνειρο έρχεται μέσα στην πληθώρα των περισπασμών· ενώ η φωνή τού άφρονα, μέσα στην πληθώρα των λόγων.

3 Yea, better is he than both they, which hath not yet been, who hath not seen the evil work that is done under the sun.

3 Μάλιστα, καλύτερος και από τους δύο είναι εκείνος που δεν υπήρξε ακόμα, αυτός που δεν είδε τα πονηρά έργα, που γίνονται κάτω από τον ήλιο.

3 What profit hath a man of all his labour which he taketh under the sun?

3 Ποια είναι η ωφέλεια στον άνθρωπο από κάθε μόχθο του, που μοχθεί κάτω από τον ήλιο;

3 I sought in mine heart to give myself unto wine, yet acquainting mine heart with wisdom; and to lay hold on folly, till I might see what was that good for the sons of men, which they should do under the heaven all the days of their life.

3 Σκέφθηκα μέσα στην καρδιά μου, να ευφραίνω τη σάρκα μου με κρασί, ενώ η καρδιά μου ασχολείτο ακόμα με τη σοφία· και να κρατήσω τη μωρία, μέχρις ότου δω τι είναι το αγαθό στους γιους των ανθρώπων, για να το πράττουν κάτω από τον ουρανό όλες τις ημέρες τής ζωής τους.

3 A time to kill, and a time to heal; a time to break down, and a time to build up;

3 καιρός να φονεύει, και καιρός να γιατρεύει· καιρός να καταστρέφει, και καιρός να οικοδομεί·

4 I made me great works; I builded me houses; I planted me vineyards:

4 Έκανα μεγάλα πράγματα για τον εαυτό μου· έκτισα για τον εαυτό μου σπίτια· φύτεψα για τον εαυτό μου αμπελώνες.

4 When thou vowest a vow unto God, defer not to pay it; for he hath no pleasure in fools: pay that which thou hast vowed.

4 Όταν ευχηθείς κάποια ευχή στον Θεό, μη καθυστερήσεις να την αποδώσεις· επειδή, δεν αρέσκεται στους άφρονες· απόδωσε ό,τι έχεις ευχηθεί.

4 One generation passeth away, and another generation cometh: but the earth abideth for ever.

4 Γενεά πηγαίνει, και γενεά έρχεται· η γη, όμως, παραμένει στον αιώνα.

4 Again, I considered all travail, and every right work, that for this a man is envied of his neighbour. This is also vanity and vexation of spirit.

4 Επιπλέον, εγώ κοίταξα κάθε μόχθο, και κάθε επίτευξη έργου, ότι γι' αυτό ο άνθρωπος φθονείται από τον πλησίον του· κι αυτό είναι ματαιότητα, και θλίψη πνεύματος.

4 A time to weep, and a time to laugh; a time to mourn, and a time to dance;

4 καιρός να κλαίει, και καιρός να γελάει· καιρός να πενθεί, και καιρός να χορεύει·

5 I made me gardens and orchards, and I planted trees in them of all kind of fruits:

5 Έκανα για τον εαυτό μου κήπους και πάρκα, και φύτεψα σ' αυτά κάθε είδος καρποφόρα δέντρα.

5 The sun also ariseth, and the sun goeth down, and hasteth to his place where he arose.

5 Και ο ήλιος ανατέλλει, και ο ήλιος δύει· και σπεύδει στον τόπο απ' όπου ανέτειλε.

5 Better is it that thou shouldest not vow, than that thou shouldest vow and not pay.

5 Καλύτερα να μη ευχηθείς, παρά αφού ευχηθείς να μη αποδώσεις.

5 The fool foldeth his hands together, and eateth his own flesh.

5 Ο άφρονας περιπλέκει τα χέρια του, και τρώει τη δική του σάρκα.

5 A time to cast away stones, and a time to gather stones together; a time to embrace, and a time to refrain from embracing;

5 καιρός να διασκορπίζει πέτρες, και καιρός να μαζεύει πέτρες· καιρός να εναγκαλίζεται, και καιρός να απομακρύνεται από τον εναγκαλισμό·

6 I made me pools of water, to water therewith the wood that bringeth forth trees:

6 Έκανα για τον εαυτό μου δεξαμενές νερών, ώστε απ' αυτές να ποτίζω το άλσος, που ήταν κατάφυτο από δέντρα.

6 Better is an handful with quietness, than both the hands full with travail and vexation of spirit.

6 Καλύτερα μία δραξιά γεμάτη ανάπαυση, παρά δύο, γεμάτες μόχθο και θλίψη πνεύματος.

6 Suffer not thy mouth to cause thy flesh to sin; neither say thou before the angel, that it was an error: wherefore should God be angry at thy voice, and destroy the work of thine hands?

6 Μη συγχωρήσεις στο στόμα σου να φέρει επάνω σου αμαρτία· ούτε να πεις μπροστά στον άγγελο, ότι ήταν από άγνοια· γιατί να οργιστεί ο Θεός στη φωνή σου, και να αφανίσει τα έργα των χεριών σου;

6 The wind goeth toward the south, and turneth about unto the north; it whirleth about continually, and the wind returneth again according to his circuits.

6 Ο άνεμος πηγαίνει προς τον νότο, και επιστρέφει προς τον βορρά· ο άνεμος, περιστρεφόμενος, πηγαίνει ακατάπαυστα, κι επάνω στους κύκλους του ο άνεμος επανέρχεται.

6 A time to get, and a time to lose; a time to keep, and a time to cast away;

6 καιρός να αποκτήσει, και καιρός να απολέσει· καιρός να φυλάττει, και καιρός να απορρίπτει·

7 All the rivers run into the sea; yet the sea is not full; unto the place from whence the rivers come, thither they return again.

7 Όλοι οι ποταμοί πηγαίνουν στη θάλασσα, και η θάλασσα ποτέ δεν γεμίζει· στον τόπο όπου ρέουν οι ποταμοί, εκεί επιστρέφουν πάλι για να ξανακυλήσουν.

7 I got me servants and maidens, and had servants born in my house; also I had great possessions of great and small cattle above all that were in Jerusalem before me:

7 Απέκτησα δούλους και δούλες, και είχα δούλους που γεννήθηκαν μέσα στο σπίτι μου· ακόμα, απέκτησα αγέλες και κοπάδια περισσότερα από όλους εκείνους που υπήρξαν πριν από μένα στην Ιερουσαλήμ.

7 For in the multitude of dreams and many words there are also divers vanities: but fear thou God.

7 Επειδή, μέσα στην πληθώρα των ονείρων, και στην πληθώρα των λόγων, υπάρχουν ματαιότητες· εσύ, όμως, να φοβάσαι τον Θεό.

7 Then I returned, and I saw vanity under the sun.

7 Στράφηκα εγώ ξανά, και είδα ματαιότητα κάτω από τον ήλιο·

7 A time to rend, and a time to sew; a time to keep silence, and a time to speak;

7 καιρός να σχίζει, και καιρός να ράβει· καιρός να τηρεί σιγή, και καιρός να μιλάει·

8 All things are full of labour; man cannot utter it: the eye is not satisfied with seeing, nor the ear filled with hearing.

8 Όλα τα πράγματα είναι με κόπο· ο άνθρωπος δεν μπορεί αυτό να το εκφράσει· το μάτι δεν χορταίνει βλέποντας, και το αυτί δεν γεμίζει ακούγοντας.

8 If thou seest the oppression of the poor, and violent perverting of judgment and justice in a province, marvel not at the matter: for he that is higher than the highest regardeth; and there be higher than they.

8 Αν δεις κατάθλιψη φτωχού, και παραβίαση κρίσης και δικαιοσύνης στη χώρα, μη θαυμάσεις γι' αυτό· επειδή, επάνω στον υψηλό επιτηρεί υψηλότερος· κι επάνω σ' αυτούς υψηλότεροι.

8 I gathered me also silver and gold, and the peculiar treasure of kings and of the provinces: I gat me men singers and women singers, and the delights of the sons of men, as musical instruments, and that of all sorts.

8 Συγκέντρωσα στον εαυτό μου και ασήμι και χρυσάφι, και εκλεκτά κειμήλια βασιλιάδων και τόπων· απέκτησα για τον εαυτό μου τραγουδιστές και τραγουδίστριες, και τα εντρυφήματα των γιων των ανθρώπων, κάθε είδος από παλλακίδες.

8 A time to love, and a time to hate; a time of war, and a time of peace.

8 καιρός να αγαπήσει, και καιρός να μισήσει· καιρός πολέμου, και καιρός ειρήνης.

8 There is one alone, and there is not a second; yea, he hath neither child nor brother: yet is there no end of all his labour; neither is his eye satisfied with riches; neither saith he, For whom do I labour, and bereave my soul of good? This is also vanity, yea, it is a sore travail.

8 υπάρχει κάποιος και δεν έχει δεύτερον· ναι, δεν έχει ούτε γιο ούτε αδελφό· και όμως, δεν σταματάει από ολόκληρον τον μόχθο του· μάλιστα, το μάτι του δεν χορταίνει από πλούτο· και δεν λέει: Για ποιον κοπιάζω εγώ, και στερώ την ψυχή μου από αγαθά; Κι αυτό είναι ματαιότητα, και λυπηρός περισπασμός.

9 The thing that hath been, it is that which shall be; and that which is done is that which shall be done: and there is no new thing under the sun.

9 Ό,τι έγινε, αυτό θα γίνει ξανά· και ό,τι συνέβηκε, αυτό θα συμβεί ξανά· και δεν είναι τίποτε καινούργιο κάτω από τον ήλιο.

9 Moreover the profit of the earth is for all: the king himself is served by the field.

9 Η γη ωφελεί περισσότερο απ' όλα· και ο ίδιος ο βασιλιάς υπηρετείται από τα χωράφια.

9 So I was great, and increased more than all that were before me in Jerusalem: also my wisdom remained with me.

9 Και μεγαλύνθηκα και αυξήθηκα περισσότερο από όλους εκείνους που υπήρξαν πριν από μένα στην Ιερουσαλήμ· και η σοφία μου έμενε μέσα μου.

9 Two are better than one; because they have a good reward for their labour.

9 Καλύτεροι οι δύο παρά ο ένας· επειδή, αυτοί έχουν καλή αντιμισθία στον κόπο τους.

9 What profit hath he that worketh in that wherein he laboureth?

9 Ποια είναι η ωφέλεια στον εργαζόμενο από όσα αυτός μοχθεί;

CHAPTER 2

Κεφάλαιο 2

CHAPTER 3

Κεφάλαιο 3

CHAPTER 4

Κεφάλαιο 4

CHAPTER 5

Κεφάλαιο 5


Ensembles d'études connexes

Psychology Module 46- The Biomedical Therapies and Preventing Psychological Disorders

View Set

HUN-2202 Chapter 5 Quiz 5A (Practice)

View Set

Alabama Real Estate Final Exam Study Guide - 60 Hour Course

View Set

N1 Goi Tettei Toreningu Full (2)

View Set

real estate principles: chapter 6

View Set

TJC US History Chapter 27 T/F Quiz, TJC US History Chapter 27

View Set

Lesson 15: Deploying and Troubleshooting Wireless

View Set